πενταγώνου

πενταγώνου
πεντάγωνος
pentagonal
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βρυξέλλες — (γαλλ. Bruxelles, φλαμανδ. Brussel). Πόλη (959.318 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Βελγίου. Οι Β., σύμφωνα με την πρόσφατη (1995) διοικητική ανακατανομή του Βελγίου, αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της ομοσπονδίας της χώρας, αν και τυπικά ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • πενταγωνοειδής — ές, Α αυτός που έχει μορφή πενταγώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάγωνος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνία — Αρχαία ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία, στη δυτική ακτή της Λευκανίας. Ευρήματα της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή της Π. από τους αρχαιότατους χρόνους. Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση όμως… …   Dictionary of Greek

  • ρεβανσιστικός — ή, ό, Ν [ρεβανσιστής] σχετικός με την πολιτική τού ρεβανσισμού («οι ρεβανσιστικοί κύκλοι τού Πενταγώνου») …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”